- βραχέος
- βραχύςshortmasc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
εκτένεια — η (Α ἐκτένεια και ἐκτενία) αρχ. 1. ζήλος, προθυμία, επιμονή 2. σοβαρότητα 3. αφθονία 4. έκταση, άπλωμα 5. η ιδιότητα τού εκτενούς 6. συνέχεια 7. γραμμ. η κατά τους ινδοευρ. χρόνους έκταση ενός τονιζόμενου βραχέος φωνήεντος τελικής συλλαβής… … Dictionary of Greek
εκτατικός — ή, ό (Α ἐκτατικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την έκταση («εκτατική επιφάνεια», «εκτατικοί ή εκτατήρες μύες») μσν. επίρρ. ἐκτατικῶς με έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό αρχ. 1. ο εκτείνων, αυτός που αναφέρεται στην έκταση 2. αυτός που έχει την… … Dictionary of Greek
εκτεταμένως — και εκτεταμένα (Α ἐκτεταμένως) νεοελλ. σε μεγάλη έκταση, σε μεγάλη διάρκεια χρόνου, εκτενώς, ευρέως, διεξοδικώς αρχ. 1. γραμμ. με έκταση τού βραχέος φωνήεντος σε μακρό («ἐκτεταμένως εἴρηκε καρῑδα», Αθήν.) 2. Κατά τον Ησύχ. «ἡπλωμένως» … Dictionary of Greek
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek
ισορρεπής — ἰσορρεπής, ές (ΑΜ) ισορροπημένος, λογικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό τού αρκτικού ρ εν συνθέσει λόγω τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερο ρρεπής, οξυ ρρεπής] … Dictionary of Greek
ισορροπή — ἰσορροπή, ἡ (Α) ισορροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ροπή (< ρέπω) με διπλασιασμό τού αρκτικού ρ εν συνθέσει λόγω τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος] … Dictionary of Greek